τετραδύναμος

τετραδύναμος
-η, -ο, Ν
βοτ. (για άνθος) αυτός που έχει 6 στήμονες, από τους οποίους οι τέσσερεις είναι μακρύτεροι από τους άλλους δύο, όπως συμβαίνει στα σταυρανθή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”